- μηχανοποιόν
- μηχανοποιόςmaker of enginesmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηχανοποιός — ο (Α μηχανοποιός) νεοελλ. αυτός που κατασκευάζει μηχανές, ο μηχανουργός αρχ. 1. αυτός που κατασκευάζει πολεμικές μηχανές 2. ο μηχανικός τού θεάτρου 3. μτφ. δράστης ή αίτιος μιας κατάστασης από δική του επίνοια και ενέργεια 4. φρ. «μηχανοποιὸν… … Dictionary of Greek